- αζίνα
- η1. σπινθήρας από ανθρακιά, σπίθα2. σχίζα πεύκου, δαδί, προσάναμμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < άζα.ΣΥΝΘ. αζινοβολώ, αζινολογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άζα — η (Α ἄζα) νεοελλ. 1. αιθάλη, καπνιά 2. η άρμη που ρίχνουν στο τυρί 3. λεπτότατη σκόνη από κάρβουνα ή άχυρα, άχνη, σκόνη 4. υπολείμματα τών γεννημάτων στα αλώνια (κόντυλα, σκύβαλα κ.ά.) 5. το προσάναμμα από μισοκαμένο πανί ή νάρθηκα και η τέφρα… … Dictionary of Greek
αζινοβολώ — βγάζω σπινθήρες, σπινθηροβολώ, σπιθοβολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. βολώ] … Dictionary of Greek
αζινολογώ — και αζινολοώ καθαρίζω από τις αζίνες τους τοίχους τού σπιτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αζίνα + παραγ. κατάλ. λογώ] … Dictionary of Greek